-
1 ευπορος
21) удобопроходимый, легкий для перехода или переезда(πέλαγος Aesch.; ὁδός Plat., Xen., Plut.)
ἐντεῦθεν εὔπορόν ἐστι ὅποι τις ἐθέλοι Xen. — оттуда легко пройти куда угодно2) легко добываемый, доступный, имеющийся под рукой или наготове(παρ΄ ἐμοῦ δ΄ ἔστιν ταῦτ΄ εὔπορα πάντα Arph.; ἃ μάλιστα ἂν εἴη στρατιώταις εὔπορα Plat.)
3) проворный, бойкий(γλῶττα Arph.)
4) быстроходный, легкий(πλάται Eur.)
5) изобретательный, находчивый, способный(πρὸς ἅπαν ἔργον Plat.; χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή Arph.)
6) богатый, обильный(τῶν χρημάτων Arst.; πόλις τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτη Thuc.). - см. тж. εὔπορα, εὔπορον и εὔποροι
См. также в других словарях:
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek